- λαμπρᾶι
- λαμπρᾷ , λαμπρόςbrightfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λαμπραί — λαμπρός bright fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φοίβος — Το επικρατέστερο επίθετο του θεού Απόλλωνα. Σημαίνει τον φωτεινό και λαμπερό θεό. * * * ο / Φοῑβος, ΝΑ, και ως επίθ. φοῑβος, οίβη, ον, και φοιβός, ή, όν, Α 1. μυθ. προσωνυμία κυρίως τού Απόλλωνος ως θεού που αντιπροσώπευε την καθαρότητα, την… … Dictionary of Greek
λύσσα — Θανατηφόρα νόσος, η οποία προκαλείται από έναν νευροτρόπο διηθητό ιό, που μεταδίδεται στον άνθρωπο συνήθως από δάγκωμα ή από αμυχές που προξενούν μολυσμένοι σκύλοι ή και άλλα μολυσμένα ζώα, όπως οι γάτες. Πριν από την πλήρη εκδήλωση της νόσου,… … Dictionary of Greek
λάμπρ' — λαμπρά , λαμπρός bright neut nom/voc/acc pl λαμπρά̱ , λαμπρός bright fem nom/voc/acc dual λαμπρά̱ , λαμπρός bright fem nom/voc sg (attic doric aeolic) λαμπρέ , λαμπρός bright masc voc sg λαμπραί , λαμπρός bright fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)